- εὐαίωνα
- εὐαίωνhappy in lifemasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐαίων' — εὐαίωνα , εὐαίων happy in life masc/fem acc sg εὐαίωνι , εὐαίων happy in life masc/fem dat sg εὐαίωνε , εὐαίων happy in life masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλωτός — ή, ό (AM ζηλωτός, ή, όν, Α και ζηλωτός, όν, δωρ. τ. ζαλωτός, όν) [ζηλώ] αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος αρχ. 1. αυτός που καλοτυχίζεται, που μακαρίζεται («ζηλωτὸς ὢν βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις», Αισχύλ.) 2. ευδαίμων, μακάριος για κάτι … Dictionary of Greek